|
имеющий две вершины #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий две вершины? — δικόρφος как с (ново)греческого переводится слово δικόρφος? — имеющий две вершины — χονδρός — παραχρημα — ά-ά! — εξώδικος — μωρία — ανεξόπλιστος — βώπα — σκαφεύς — χτές — φορτώνομαι — ηλικιούμαι — μαγειρική — αμετολαμπάδευτος — ξεδιάλυμα — σιγή — θαλασσοταραχή — καρμπόν — οινοδοχείον — ξεκολοκαιριάζω — ίαση — δυσμικός |
|||