Новогреческий словарь
τρεχάτος
τρεχάτ|ος
бегущий
;
ήρθε ~ — [phrase]он примчался[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бегущий
? —
τρεχάτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
τρεχάτος
? — бегущий
#
(ново)греческий словарь
—
έλιγμα
—
παρεπίδημώ
—
ανδρογύναιο
—
ανοικτίρμων
—
μηλολάνθη
—
διάσειστος
—
απόρθητος
—
φρόνιμα
—
ασυναισθησία
—
σεργιάνισμα
—
ογρός
—
παντρολογήστρα
—
ισχυροποίηση
—
γλυκόκαρδος
—
βουτσάς
—
ζανταλώνομαι
—
ανεπισήμαντος
—
ξεντέρισμα
—
τσατμάς
—
πανδημεί
—
λυτάρι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве