|
(-υγος) ο 1) анат. копчик; 2) уст. кукушка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово копчик? — κόκκυξ как на (ново)греческом будет слово кукушка? — κόκκυξ как с (ново)греческого переводится слово κόκκυξ? — копчик, кукушка — γυναικοκατακτητής — υπερτιμώμαι — μενεξεδύς — δανειστής — θυμιαστής — μητρυιός — λατέρνα — ευδοκώ — γριτσανίζω — μαυροφρύδης — περιγλύφω — βλήμα — υπεγγύως — μπεμπέκος — σκάλοψ — χρηματοκιβώτιο — αυγίτης — πληχτικός — φυλλορροώ — κεραυνοβολώ — γρατσουνιέμαι |
|||