|
ушной #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ушной? — ωτικός как с (ново)греческого переводится слово ωτικός? — ушной — χιονοβολή — νησίδιο — σφυρήλατος — άγνωστο — επιπεδοσφαίριο — ξώσχολα — ουχί — γδαρμένος — κασσέτα — υδραργύρωση — υπνοβάτις — σελιδοποιητής — αποπτιλώνω — αναρμονικός — δυναμίτιδα — αναγόραστος — ακρόαμα — κυανίωση — σημειωτικός — αγγλικά — κουνίστρα |
|||