Новогреческий словарь
ορνίθωση
ορνίθωση
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ορνίθωση
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ενθηκεύω
—
δεκατετραετία
—
αφιλοκερδής
—
ανακλητικός
—
τυλίσσομαι
—
δεί
—
πιστολίζω
—
αετομάτης
—
βαλεριάνα
—
γιούχα
—
ηρανθές
—
ενδεχόμενο
—
μακελάρης
—
χοχλάδι
—
ελαστικό
—
άχραντος
—
χυτοσίδηρος
—
αλίπαστος
—
ξαλάφρωμα
—
πλάγιασμα
—
όρθριος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве