|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ορνίθωση? — — εντειχίζω — υπέστην — θρύπτω — σφιγγίον — νηστικός — αψινθάτο — ανακαινισμός — επίδομα — στασίδι — σταχτόνερο — στούκας — φτάκοιλο — σούτ — φυσιολόγος — φύλλωσιά — αντίσκοπος — υπερσιτισμός — σπουργίτης — φορολογικός — καμπουρωτός — ρυμούλκα |
|||