|
собранный, запасённый; τά έχουμε όλα ~ά — [phrase]у нас всё своё[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово собранный? — σοδειακός как на (ново)греческом будет слово запасённый? — σοδειακός как с (ново)греческого переводится слово σοδειακός? — собранный, запасённый — σαλέπι — βυθιστικός — Ολλανδή — σκοποβολείο — απευκταίος — αβούτηχτος — τηλεφωνία — αββαείον — παροπλίζω — ερειπώ — λευκοκυτταραιμία — φιλεοσπλαγχνία — καθαγιασμός — άσφιγκτος — αντίρρησις — υδροχρωματίζω — χρηματοδότρια — μεσακάρης — αδιάστικτος — ντούγα — φλογοκρύπτης |
|||