|
ο давка, толкотня; теснота; οι ώρες τού ~ού — часы пик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово давка? — συνωστισμός как на (ново)греческом будет слово толкотня? — συνωστισμός как на (ново)греческом будет слово теснота? — συνωστισμός как с (ново)греческого переводится слово συνωστισμός? — давка, толкотня, теснота — δεκάχρονα — μαγαρίζομαι — αμαξοπηγείο — μακρολαίμης — ανθρώπινος — δευτερογενής — χύτης — χυτάσφαλτος — εκστρέφω — βοϊδάμαξο — τυραννίδα — γυμνάσιο — συγκοινωνών — λούφες — καταμόσχευσις — ζουριάζω — πλαστογραφώ — χειροσκοπία — ανέλεγκτος — φαγοκύτωση — δασύτριχος |
|||