Новогреческий словарь
ανεξάντλητος
ανεξάντλητ|ος
неистощимый, неисчерпаемый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
неистощимый
? —
ανεξάντλητος
как на
(ново)греческом
будет слово
неисчерпаемый
? —
ανεξάντλητος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανεξάντλητος
? — неистощимый, неисчерпаемый
#
(ново)греческий словарь
—
αφρεσκάριστος
—
κέρωμα
—
συνταντικό
—
πακτώνω
—
απροσγείωτος
—
φραγκεύω
—
ξεζεύγομαι
—
κολαουζιέρης
—
κουκουνάρα
—
δανειστικός
—
υπερωκεάνειος
—
ανοξείδωτος
—
σφενδονώ
—
διασταλτικό
—
διατομίς
—
τυχοδιωκτικός
—
λογχοπέλεκυς
—
αμυγδαλέλαιο
—
τζανερίκι
—
κηρήθρα
—
ευτυχισμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве