|
запыхавшийся #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запыхавшийся? — λαχανιαστός как с (ново)греческого переводится слово λαχανιαστός? — запыхавшийся — ισχυρογνωμώ — λεμφατισμός — επικαρπωτής — ξεροσταλιάζω — πυροβολητής — κουπιά — ποιούμαι — μιμήτρια — αυτοερώμαι — σεισμογράφος — γιαχνί — παλαιοπώλης — προαπαντώ — διαφώσκω — πωρόλιθος — υπερισχύω — παρασύνθημα — τριαντάρι — κερασύς — πιανίσσιμο — ποντίζω |
|||