Новогреческий словарь
απομέσα
απομέσα
1)
изнутри
;
~ από τήν καρδιά μου — из глубины сердца
;
2) :
~ μου (σου, του и т. д.) — про себя
;
διάβαζε το ~ σου — читай про себя
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
изнутри
? —
απομέσα
как с
(ново)греческого
переводится слово
απομέσα
? — изнутри
#
(ново)греческий словарь
—
διαλλακτικότητα
—
κυριότητα
—
χοχλάδι
—
δρεβενίτσα
—
ολονυχτία
—
πράξη
—
ρέγχω
—
γαντζώνω
—
διπλάσιος
—
πατριδωνυμικός
—
τέσσερα
—
περιφερειάρχης
—
ιστορισμός
—
πικρός
—
ανεντρόπιαστος
—
μυτάρα
—
απάντρευτος
—
μηρυκαστικός
—
λυντσάρισμα
—
ξεδιάλεγμα
—
αμπελοτόμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве