Новогреческий словарь
προτεραιότητα
προτεραιότητα
η 1)
приоритет
;
δικαίωμα ~ας — право приоритета
;
2)
очерёдность
;
καθορίζω τήν ~ — установить очерёдность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
приоритет
? —
προτεραιότητα
как на
(ново)греческом
будет слово
очерёдность
? —
προτεραιότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
προτεραιότητα
? — приоритет, очерёдность
#
(ново)греческий словарь
—
ομολογιακός
—
κακογερόνω
—
γιορταστής
—
τρελάρα
—
ασφένδαμνος
—
μηδένιση
—
παρακάμπτω
—
διάρραμμα
—
επιφυής
—
υπεραγωγιμότητα
—
αμπελόφυλλο
—
σούτος
—
ενδυμασία
—
αβέλτερος
—
γεννησίμιο
—
κληρουχία
—
πικάρω
—
γινατεμένος
—
ζενγαρωτά
—
μακρύνω
—
μονόξυλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве