|
το ящик; сундук; === ~ ταχυτήτων — тех. коробка скоростей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ящик? — κιβώτιο как на (ново)греческом будет слово сундук? — κιβώτιο как с (ново)греческого переводится слово κιβώτιο? — ящик, сундук — κούρνια — δεδομένο — διαταράττω — Θεόφιλος — ιατρεία — υδροκεφαλικός — κλειδοκράτορας — μπαούλο — αντιστάθμισμα — λαχανοπωλίτρια — καταδρομέας — αεριωθούμενο — πρόσφυγας — τραγικότητα — συμφωνία — δικαιούχος — μυθιστοριογράφος — πατέρας — σημαδευμένος — ακριοπόθητος — επιτηδεύομαι |
|||