|
η 1) свод, арка; 2) анат. : ~ (ποδός) — подъём (ноги) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свод? — καμάρα как на (ново)греческом будет слово арка? — καμάρα как с (ново)греческого переводится слово καμάρα? — свод, арка — εξειλιγμένος — βελάδα — ορμηνεύω — ανδρογύναιο — φλανέλλα — ελαιόλαδο — ισάδελφος — ανανταπάντητος — υποκειμενικότητα — αφίππευση — οφθαλμόρροια — ξελασπώνομαι — σκύφτω — σελιδοποιητής — φλεβόστρωμα — λύνω — διεκροή — τσουτσούνα — αναφωνήτρια — βηματισμός — φευγαλέος |
|||