|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοιμητηριακός? — — κεραμευτική — προτάσσω — μαρέγγα — γητεύτρα — σωφρονιστήριο — λυσσιάρης — κολυμβητά — εμφραξη — αρμέγω — συμβολικά — δόσια — εξώνησις — πιστευτός — μεξικανικός — παιδικός — φαεινή — υφαντική — ξεστρίβω — ψεγάδιασμα — αρινός — καπνέμπορας |
|||