|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ντοκουμεντάρισμα? — — ρηγοπούλα — ζητεύω — επισκευαστικός — ανεμορρούφουλας — καθεμέρα — καθαιρώ — κόρακας — μπόρσα — προστακτικός — ακαρτέρευτος — κλωσσώ — τιτιβίζω — εκτίω — εδώθες — καφτάνι — υγρομετρία — συμπαίκτης — ανακτομισθία — φορείο — σερμένος — γαϊδουράκι |
|||