Новогреческий словарь
αποθηλάζω
αποθηλάζω
отнимать от груди
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отнимать от груди
? —
αποθηλάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποθηλάζω
? — отнимать от груди
#
(ново)греческий словарь
—
επιβοηθητικός
—
τροχός
—
πατρικία
—
αριστερισμός
—
μόριο
—
σύντομος
—
ακοιμησιά
—
υφαντουργίνα
—
αναξιοπρεπής
—
συμβολισμός
—
τσιμπιδάκι
—
κοιμητήρι
—
ανακηρύττω
—
ανεπαχθής
—
φυλάγω
—
εμποριολογία
—
βρίσκω
—
ηπατεκτομή
—
αντωνυμία
—
διακουστική
—
αγνωστοποίητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве