|
адвокатский; ~ό γραφείο — контора адвоката #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово адвокатский? — δικηγορικός как с (ново)греческого переводится слово δικηγορικός? — адвокатский — κατεπείγων — βαμβακέμπορος — φυσιολατρικός — βόλεμα — κριθαρένιος — ξέπεσμα — Ινδονήσια — οριζοντιώνω — γυφτιάζω — σφυγμομανόμετρο — γεροντοκόριτσο — κομπόδεμα — προσάναμμα — λαβή — χρηματολογικός — βηχικός — αμφιμήτριος — ιθύφαλλος — χελωνίτσα — αγαλματουργός — κνίδωση |
|||