Новогреческий словарь
τσάμικο
τσάμικο
το «
цамикос
» (народный танец);
===
γίνομαι ~ ταμπάκος — становиться надоедливым
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
цамикос
? —
τσάμικο
как с
(ново)греческого
переводится слово
τσάμικο
? — цамикос
#
(ново)греческий словарь
—
χώρηση
—
ορθοδοντική
—
πυρετώδης
—
κουφός
—
αναχορηγία
—
κάφτρα
—
στυφός
—
υπεκμίσθωση
—
ελαιογραφικός
—
δέμα
—
δενδροκομείο
—
πανηγυρήσιος
—
πρωρατικός
—
ραδιογραφικός
—
μεταχείριση
—
βαφτιστικός
—
γραφογνώμων
—
ερωδιός
—
περίτρανα
—
παλιοκοινωνία
—
χρυσοχοϊκός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве