Новогреческий словарь
μοσχοβίτικος
μοσχοβίτικ|ος
московский, относящийся к Москве
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
московский
? —
μοσχοβίτικος
как на
(ново)греческом
будет слово
относящийся к Москве
? —
μοσχοβίτικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μοσχοβίτικος
? — московский, относящийся к Москве
#
(ново)греческий словарь
—
αποσταθεροποιητικά
—
γλωσσοκοπώ
—
σιούτος
—
ιέρας
—
παλιόστομα
—
μισθοδότης
—
αποψύχω
—
παλαίστρια
—
κακοποίηση
—
αιτίαση
—
δίμοιρον
—
υπερκείμενο
—
αδελφομίκτης
—
θαλαμικός
—
απύθμενος
—
διαλεγμένος
—
σακατιλίκι
—
μικρομούρης
—
απροσωπία
—
φυσικότητα
—
αναδιδάσκω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве