Новогреческий словарь
επώδυνος
επώδυν|ος
болезненный, мучительный
;
~ον σημείον — больное место
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
болезненный
? —
επώδυνος
как на
(ново)греческом
будет слово
мучительный
? —
επώδυνος
как с
(ново)греческого
переводится слово
επώδυνος
? — болезненный, мучительный
#
(ново)греческий словарь
—
σβηστήρι
—
παρενοχλούμαι
—
ξελησμονώ
—
λεκιασμένος
—
ετυμολογικός
—
προσμένω
—
μεταδότης
—
ζαρομάτα
—
επίρραφον
—
αργυρολαμπής
—
φλοιώδης
—
εξακοντισμός
—
ογδόντα
—
αίτιο
—
συνδιαλλάσσω
—
κεραμιδόγατος
—
αναβίβαστρον
—
εικοσιπεντάρι
—
φαφλατάς
—
υβριστικός
—
ποιητικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω