|
калибровочный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово калибровочный? — διαμετρητικός как с (ново)греческого переводится слово διαμετρητικός? — калибровочный — ροδέλλα — κορίτσαρος — χειρόμακτρον — σπιτήσιος — ροχάλισμα — σταυροφορία — κρυφοκοιτάζω — στυλιζάρισμα — εκειά — υποστηρικτής — ευχήθηκα — λατινιστί — απόχυμα — θαλασσοπόρος — επίμεμπτος — επικριτής — διπλοσκοπός — πηδαλιουχούμενον — ακορντεονίστας — ανατοκισμός — μοδάτος |
|||