Новогреческий словарь
γκιουγκιούμι
γκιουγκιούμι
το 1)
кувшин
;
2)
кофейник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кувшин
? —
γκιουγκιούμι
как на
(ново)греческом
будет слово
кофейник
? —
γκιουγκιούμι
как с
(ново)греческого
переводится слово
γκιουγκιούμι
? — кувшин, кофейник
#
(ново)греческий словарь
—
ανοστούτσικος
—
εναντίωνομαι
—
σύστοιχος
—
ανθορροώ
—
συνοχή
—
καταπίστευση
—
αποπότι
—
λιναρόσπορος
—
αλίπαστος
—
ανεμοζάλη
—
αλφαδολάστιχο
—
εξαποστέλλω
—
πίβουλος
—
αμνειός
—
κατάφωτος
—
μετεπιβίβαση
—
πόσι
—
ισπανομάθεια
—
σπηλαιολογία
—
ανέγνοιαστος
—
έμβυσμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве