Новогреческий словарь
υδρεύομαι
υδρεύομαι
снабжаться водой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
снабжаться водой
? —
υδρεύομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
υδρεύομαι
? — снабжаться водой
#
(ново)греческий словарь
—
τυποτηλεγραφικός
—
παρέλευση
—
παιδοκτονία
—
γυμνασιοκόριτσο
—
λουστράρω
—
ξεδένω
—
κοκκίδα
—
αληθολάτρης
—
γκλαμουριά
—
βιβλιοχορτοπωλείο
—
μπουγατσατζίδικο
—
γραφογνωστική
—
αναδεικνύω
—
πεταλουργία
—
νωτιάς
—
υπόσκληρος
—
γυρεψιά
—
καφετιά
—
συμφεροντολόγος
—
ψηφώ
—
αλφάβητο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве