Новогреческий словарь
πρωτοβλέπω
πρωτοβλέπω
(αόρ. πρωτοείδα, πρωτόειδα)
увидеть впервые
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
увидеть впервые
? —
πρωτοβλέπω
как с
(ново)греческого
переводится слово
πρωτοβλέπω
? — увидеть впервые
#
(ново)греческий словарь
—
διασκεδάζω
—
διάβρεξις
—
αετονύχι
—
βαθμονομία
—
γυροβολάω
—
ευλογιά
—
κορασιά
—
επιτετηδευμένος
—
φιλόπρωτος
—
διόρραχο
—
χερουβικός
—
αδιάφορος
—
προέμβασμα
—
γναμμένος
—
φωνάζω
—
γλάστρα
—
κολοκυθόσουπα
—
μορφασμός
—
κεφαλαιοκρατία
—
αντιδογματικά
—
παλινωδώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве