|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοιμητήριο? — — απαλλοτριώνω — δυσδιόρθωτος — ανατήκω — μεροκαματιάρα — κοσμητικόν — αναροτρίωτος — μανδαρινάτο — κεφαλαιοποίηση — αδελφικός — νοικοκυρόπουλο — Αυγουστίνος — Καναδέζος — ψυχομαχητό — στραβωμάρα — μπουζουκοκέφαλος — γλιδιάζω — συντρέχτης — βόσκω — κρυφοτρώγω — οπότε — θερμοκρασιακός |
|||