|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θεάνθρωπος? — — ερμητικότητα — καροτόσουπα — ξεψειριάζω — ερωτοδουλειά — αζηλότυπος — σκουντουφλιάζω — εργοτόκρανον — κρυφογελάω — αλατοποιία — αθρησκία — παρκάρισμα — κατάπαυση — πολυλαλία — αυτοβοήθητος — Κιργισία — επίπλοον — δυσανασχετώ — αλκή — διαβάζω — αποτελματώνω — εκκλησιάζομαι |
|||