Новогреческий словарь
σουτάρισμα
σουτάρισμα
το спорт.
нанесение удара
(по футбольному мячу)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нанесение удара
? —
σουτάρισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
σουτάρισμα
? — нанесение удара
#
(ново)греческий словарь
—
αεροβασία
—
καλλίφωνος
—
διαλυστήρα
—
αβλέμονας
—
χωροσταθμητής
—
κοπλιμέντο
—
αδάνειστος
—
ξερόκαμπος
—
ηλεκτροποιώ
—
χιονομετρικός
—
χαστουκιά
—
διαπλάτυνση
—
σαμαράκι
—
στεγανότητα
—
παλιωμένος
—
εκτρέπομαι
—
ελεφαντόδετος
—
Ισπανίδα
—
αντιβγαίνω
—
δροσερότητα
—
έγγαμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве