|
η 1) разнуздывание; 2) перен. разнузданность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разнуздывание? — αποχαλίνωση как на (ново)греческом будет слово разнузданность? — αποχαλίνωση как с (ново)греческого переводится слово αποχαλίνωση? — разнуздывание, разнузданность — στατικός — ψηγματοσυλλέκτης — σαιζόν — αλάτρευτος — αψινθία — νεοελληνικός — πολύφωνος — γκαλντερίμι — τελατίνι — ποτενσιόμετρο — προσδιορίζω — δυάδα — αγρυρομαραγγιάζω — πλαστικός — θαλασσοκράτειρα — γκοφί — απόπιομα — αμύθητος — εγγυώμαι — σαπωνοποιήσιμος — επηρεασμός |
|||