|
(αόρ. επεβράδυνα, παθ. αόρ. επιβραδύνθηκα) 1) замедлять; тормозить; 2) задерживать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово замедлять? — επιβραδύνω как на (ново)греческом будет слово тормозить? — επιβραδύνω как на (ново)греческом будет слово задерживать? — επιβραδύνω как с (ново)греческого переводится слово επιβραδύνω? — замедлять, тормозить, задерживать — συγχύζομαι — επιλοχίας — λοιδοριά — λόγος — κοσμογραφικός — ντιλεττάντικος — κορόμηλο — αστραποβολώ — αιμοποσία — αυταρχικότης — παρασπόνδηση — ελαιοκράμβη — αντιπρόποσις — βουτίνα — παραθυμώνω — γαλεάγρα — δουλοφροσύνη — αδελφογαμία — απόκοττα — σχεδιαστήριο — αντικρούω |
|||