|
το 1) воен. банник; 2) уст. метла #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово банник? — κόρηθρον как на (ново)греческом будет слово метла? — κόρηθρον как с (ново)греческого переводится слово κόρηθρον? — банник, метла — λειωμένος — ρουθήνιο — σιάζω — σμυρίγδι — εμπτυσμός — βεβηλώνομαι — τεκνογονώ — Σουλτάνα — ψαρήσιος — ξύω — ξυλοπόδαρο — ψιλοδουλεύω — κιβωτιοποιείον — πετσετοθήκη — εξοδεύω — παραπέταγμα — χειλάς — υπερπροστατευτικότητα — ξεκολλάω — μακαρονοποιείο — ξέχασμα |
|||