Новогреческий словарь
αντράκλα
αντράκλα
η бот.
портулак
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
портулак
? —
αντράκλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντράκλα
? — портулак
#
(ново)греческий словарь
—
σερπαντίνα
—
καμένος
—
μονέδα
—
μαονί
—
συνεργάτης
—
ομόφυλος
—
λιγνάδα
—
πρόκριμα
—
ύπουλα
—
πλωτήρας
—
σπινθηροβολώ
—
ασφάραγος
—
ηττημένος
—
ενάμνιος
—
τυπολατρικός
—
φυσιολάτρις
—
αντισκωριακός
—
τρίχας
—
αρχειοφυλάκιο
—
συνάγκεια
—
βουτυροφάγος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве