|
ацетоновый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ацетоновый? — οξονικός как с (ново)греческого переводится слово οξονικός? — ацетоновый — επίσκεψη — υβρεολόγιο — παρμός — τροφοδοτώ — αξανέμητος — απόθεση — μαντολινάτα — κακορραμμένος — ορίζουσα — μόνος — κοσκινιστός — επίκοινος — απογευματινή — τελευτή — μηλοροδάκινο — καρκινικός — μπλαβίζω — άρμεμα — τρυπητήρας — απρόσιτο — κασσιτερούχος |
|||