|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ατρακτίδιο? — — κορυφογραμμή — γκρεμνώ — νούφαρο — αμοιβαδικός — ανήρεσα — αυλόπορτα — ασφάραγος — ανωνυμία — γοητεία — αφύδρανση — εισβολεύς — θρασυδειλία — βαβούλι — φωσφόρος — ενάμισης — γλυκοπύρηνος — άλλως — κοινώς — σκάρτεμα — τελειοποιήσιμος — αρμενίζω |
|||