|
το действие по гл. ψειριάζω (обовшиветь, завшиветь ) #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ψείριασμα? — — γενεαλόγιο — αιφνίδια — εθνοποιώ — προγύμναση — ευσταθούν — νικοτινικός — αθυροστομώ — ακροσυνάπτω — όμοια — παραβάνω — λαμπαδηδρομία — γραφοτεχνία — σκωροφαγωμένος — αυτοκτονία — αντιπρόσωπος — μ.μ. — κουτράω — λαθροϋλοτόμος — εκνίτρωση — Αιθιοπίδα — μονοτρήματα |
|||