Новогреческий словарь
αιμοδότης
αιμοδότης
ο
донор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
донор
? —
αιμοδότης
как с
(ново)греческого
переводится слово
αιμοδότης
? — донор
#
(ново)греческий словарь
—
ανυπερτίμητος
—
ανεμώνη
—
συνεπτυγμένος
—
μπουχτίζω
—
υπηρέτης
—
αυτοπέδηση
—
κώνειο
—
κακόγεννη
—
αρλούμπας
—
εφταπάρθενος χορός
—
ανευχαριστιά
—
διασχίσιμος
—
αφροσκέπαστος
—
αμπώθω
—
αξόμπλιαστος
—
δακτυλικός
—
κογχύλη
—
ανήσκιωτος
—
στυλιστική
—
φαβιανισμός
—
σφυρώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве