|
(-εως) η мед. энурез (ночное недержание мочи) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово энурез? — ενούρησις как с (ново)греческого переводится слово ενούρησις? — энурез — θρομβοκύτταρο — μεγαλοπράγμων — δίχροος — μουνουχίζω — δεκάρχης — κλώνος — εφίζηση — κογχυλιάτης — ακαμίνιαστος — κορασίδα — διαμφισβήτηση — λουκέτο — εδέθην — αντιβραχίονας — ξεχασμάρα — σούρνω — φιαλοθέτης — κουτσοκεφαλιάζω — ξεβαρκάρω — επίκαμψις — μαυραγορήτης |
|||