Новогреческий словарь
πλινθοποιός
πλινθοποιός
ο
рабочий кирпичного завода
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рабочий кирпичного завода
? —
πλινθοποιός
как с
(ново)греческого
переводится слово
πλινθοποιός
? — рабочий кирпичного завода
#
(ново)греческий словарь
—
ψυχαναλυτικός
—
εκπρόθεσμα
—
διόσανθος
—
γειτονιάζω
—
φάραγξ
—
διοχετευτικός
—
στηθοσκοπία
—
φεγγαροκυρά
—
γυρώτρια
—
αντικατοπτρικός
—
φλογαγωγός
—
ματαβγαίνω
—
κούρα
—
ξαναδίνω
—
άψητος
—
βυρσοδεψία
—
αντιστοιχώ
—
αρμεγός
—
υψιπέτης
—
απογαλάκτισμος
—
πληγωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве