Новогреческий словарь
απολισθαίνω
απολισθαίνω
(αόρ. απωλίσθησα) 1)
скользить
;
2)
ускользать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
скользить
? —
απολισθαίνω
как на
(ново)греческом
будет слово
ускользать
? —
απολισθαίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
απολισθαίνω
? — скользить, ускользать
#
(ново)греческий словарь
—
ακύμαντος
—
μουνόψειρα
—
όη
—
ματσόλα
—
επικοπίς
—
μυστακοφόρος
—
μαγαζιάτικο
—
αγκιστροειδής
—
ανεπιφύλαχτα
—
καρδιοτοκογράφημα
—
εμπήγω
—
βαρυαλγω
—
επιφύλαξη
—
ξηροφθαλμία
—
παποράκι
—
ίβις
—
καμώματα
—
τρελάρας
—
χρησιμοποιημένος
—
χειρογνωμονική
—
επανωρραφή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве