|
прям., перен. бездонный; ~ο βάθος — бездонная пропасть, бездна #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бездонный? — απύθμενος как с (ново)греческого переводится слово απύθμενος? — бездонный — ασελγαίνω — αγριόχηνα — αρνόμαλλο — εγωτικός — Ρουμελιώτης — ανεπίστρεπτα — μικρανεψιός — κατατρυπώμαι — αρτιβαφής — εσώτατος — χοντρέλλω — ηθελημένος — μπαΐρι — κογκάρδα — ξεκούραστος — γιουχάρω — απαγάλια — ζαλισμάρα — γυναικοφιλία — τεϊοθήκη — ματοκυλισμένος |
|||