Новогреческий словарь
κλινικώς
κλινικώς
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κλινικώς
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ημισεληνοειδής
—
αποκορύφωση
—
καπνοφυτεία
—
ζώγρησις
—
σκέλι
—
κάπου
—
ομνύω
—
συρματωτήρ
—
ευσεβής
—
γνεθολογάω
—
ξενοφιλία
—
βουτυροπωλείο
—
σταχτοκουλούρα
—
κρεατώδης
—
στρουθός
—
εξετράπην
—
χεσιάρης
—
καφεζυθεστιατόριο
—
ναυσιβλάβεια
—
λογιστική
—
αντιφασίστας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве