Новогреческий словарь
κασσιτερίτης
κασσιτερίτης
ο
руда(__,__) содержащая олово
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
руда, содержащая олово
? —
κασσιτερίτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
κασσιτερίτης
? — руда, содержащая олово
#
(ново)греческий словарь
—
πλαστογράφος
—
τέχνασμα
—
αρματομαχώ
—
σκάγι
—
στριφογύρισμα
—
μαγαζί
—
καντηλέρης
—
καθαρεύουσα
—
χιμπαντζής
—
ημέρωση
—
μωροπίστευτος
—
βιντεοταινία
—
γιαλαντζί-ντολμάς
—
βραδυκινησία
—
καρκινολογικός
—
μίσχος
—
αλήτικος
—
δυσφημώ
—
καταστρατηγώ
—
επανατάσσω
—
εμπρόθεσμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве