|
η зоркость; проницательность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зоркость? — οξυδέρκεια как на (ново)греческом будет слово проницательность? — οξυδέρκεια как с (ново)греческого переводится слово οξυδέρκεια? — зоркость, проницательность — αλανοπερίστερο — βογγάω — παραγοντισμός — φάρδεμα — σκοπούμενος — επιβράχυνση — επιστήμη — γυναικωτός — ευτελής — λακωνισμός — δασκάλα — παιδιαρίστνκος — ελλιμενισμός — καταιονισμός — φρεγάτα — εξάς — θησαύρισμα — αλατοπηγός — αντιτορπιλλικός — εγχείριση — χρέωση |
|||