|
η 1) анат. сочленение; 2) тех. сборка, монтаж #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сочленение? — συνάρθρωση как на (ново)греческом будет слово сборка? — συνάρθρωση как на (ново)греческом будет слово монтаж? — συνάρθρωση как с (ново)греческого переводится слово συνάρθρωση? — сочленение, сборка, монтаж — ανίχνευση — αλληλοδιδακτικός — μιξοπάρθενος — σκαλτσούνι — γλιστράς — αριστοκράτης — εξόγκωμα — γκραβούρα — γαλβανοπλαστική — ξανθοτρίχης — παντοχή — ανεκδίκαστος — μυούμαι — εκφύλλισμός — αρκουδοπούρναρο — αχυροκάλυβο — ασκοπήρα — φωτοψευδαργυρογραφία — συνομιλήτρια — χορτοκοπία — κάλπισσα |
|||