|
η прям., перен. самоослепление #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово самоослепление? — αυτοτύφλωση как с (ново)греческого переводится слово αυτοτύφλωση? — самоослепление — τηλεπαθητικός — ανέχυμα — εκμηδένιση — κουτσοπερνάω — δικάσιμο — μοιροχάρτι — σημερινός — αξάκριστος — κουρελής — θυελλώδης — κολοκύθι — μορφασμός — αυτοκριτική — παθογνωμονικός — καταστρέφομαι — εκπίεσμα — μπουγαδιάζω — βλαισότητα — κρασοπίνας — νυφοθυγατέρα — ρουφήχτρα |
|||