Новогреческий словарь
επίχειρον
επίχειρον
το :
(чаще мн.ч. ) λαμβάνω τά ~α τής κακίας — получать по заслугам
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επίχειρον
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πολυτεκνία
—
τηλεοπτήρ
—
κολυμβητής
—
περιστέρι
—
ανάδεμα
—
στιλβωτικός
—
λέσχη
—
θυμώδης
—
διασαφητικός
—
ονάριο
—
επιτρέπω
—
υποφέρνω
—
κλειδοκυμβαλίστρια
—
τεθλασμένος
—
κεφαλόβρυσο
—
σκληρότητα
—
καπνάς
—
καταπάτημα
—
γρατσουνίζομαι
—
κατσουλάτος
—
ανταποκριτής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве