|
το 1) опера (тж. труппа, здание); τό ιταλικόν ~ — итальянская опера; 2) мелодрама #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово опера? — μελόδραμα как на (ново)греческом будет слово мелодрама? — μελόδραμα как с (ново)греческого переводится слово μελόδραμα? — опера, мелодрама — απίθανος — κοσπεντάρικο — συνταξιοδοτούμαι — περί — εκθαμβωτικός — δεκαδάρχης — βελονιστής — διακράτηση — στοχάζομαι — γονατίζω — εφτάτομος — αναθεμελιώνω — διαβάτης — υπομονητικός — αντιφάρμακο — απόκοττος — ρετσινόκολλα — ξενητεύομαι — αθωράκωτος — ηθικοπλαστικός — πολυανδρία |
|||