|
двухмесячный (о ребёнке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двухмесячный? — διμηνίτικος как с (ново)греческого переводится слово διμηνίτικος? — двухмесячный — αλλοπαθητική — γραπώνω — κατορθωτός — ψωρόχορτο — βροντόλυρα — ματόφυλλο — ζωοτροφείο — ζαφείρι — καλλιεργητικός — όλον — σφοδρώς — ρολλίνα — ακροσυνάπτω — ευήλιος — μπαλαουρτζής — αστρατολόγητος — καλλωπιστικός — αφιλαρχία — θρύον — ανιστόρητος — αδουλεψιά |
|||