Новогреческий словарь
θεόκλειστος
θεόκλειστ|ος
накрепко закрытый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
накрепко закрытый
? —
θεόκλειστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
θεόκλειστος
? — накрепко закрытый
#
(ново)греческий словарь
—
κάρβουνο
—
τρελούτσικος
—
τοιχωρυχώ
—
αγοράκι
—
πρωταρχικός
—
αεροπλάνο
—
μελάνουρος
—
φασουλής
—
μεντζάστρα
—
φλέγα
—
αποσχίζομαι
—
δώθες
—
βιτσίζω
—
δεντρότοπος
—
σταυρός
—
γόης
—
μαλαχτικός
—
συνδικαλιστής
—
αγριοβαλανιδιά
—
τεχνοκράτης
—
σταφιδάμπελος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве