|
(αόρ. απετάκην) плавить, расплавлять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плавить? — αποτήκω как на (ново)греческом будет слово расплавлять? — αποτήκω как с (ново)греческого переводится слово αποτήκω? — плавить, расплавлять — δυσπαρατήρητος — νυχτιά — κεκλεισμένους — βομβακιάζω — γελιέμαι — συνθλώ — ιλαρχία — υγροτροπισμός — ωσεί — οξέλαιο — ξενοπρεπής — λννοτυπνκός — φοραίνω — αιματομετρία — ψευδώνυμο — προσαρμογή — χρεώβαρο — αντλώ — αφόρητα — συμπέρασμα — βελλαδόνα |
|||