|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μεταφραστικά? — — ξεσαμάρωτος — υφή — αρνοκοπή — μιάμιση — έλκηθρο — φυτογεωγραφικός — μονοπολικός — καβατζάρισμα — πρηνής — σημάδευμα — φυσικομαθηματικός — καρπούμαι — λιγοψυχώ — μελιχρός — φαλαινίτης — παρατραβάω — αχρείαστος — απύρωτος — αρμπιρόζα — ληστής — πυριόβολος |
|||